- συγκατατίθεμαι
- συγκατατίθεμαι, συγκατατέθηκα βλ. πίν. 138
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συγκατατίθεμαι — συγκατατίθημι deposit together pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδοκώ — (ΑΜ εὐδοκῶ, έω) αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῡναι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ) νεοελλ. 1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου») 2 … Dictionary of Greek
στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… … Dictionary of Greek
συνεπίφημι — Α συμφωνώ, συγκατατίθεμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπίφημι «συγκατατίθεμαι, συναινώ»] … Dictionary of Greek
ANCILLA Honorum — Treb. Pollioni dictus est Antipater quidam, in Divo Claudio, c. 5. Nam Gallus Antipater, Ancilla honorum et Historicorum dehonestamentum, principium de Aureolo sic habuit, Venimus ad Imperatorem nominis sui. Ubi alii legunt, Ancillariorum et… … Hofmann J. Lexicon universale
αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… … Dictionary of Greek
ανθομολογούμαι — ἀνθομολογοῡμαι, ( έομαι) (Α) 1. κάνω με κάποιον αμοιβαία συμφωνία 2. παραδέχομαι, ομολογώ απερίφραστα 3. συγκατατίθεμαι, συμφωνώ 4. ευχαριστώ, ανταποδίδω ευεργεσία … Dictionary of Greek
αξιώνω — (AM ἀξιῶ, όω) [άξιος] 1. θεωρώ κάτι ως δικαίωμά μου, εγείρω αξίωση, απαιτώ 2. θεωρώ κάποιον άξιο να πράξει ή να είναι κάτι ||| νεοελλ. μέσ. κατορθώνω αρχ. 1. θεωρώ κάποιον άξιο αμοιβής ή τιμωρίας 2. τιμώ, εκτιμώ 3. αποδίδω τιμή σε κάποιον, τον… … Dictionary of Greek
αρνούμαι — και νιέμαι (AM ἀρνοῡμαι, έομαι) 1. δεν παραδέχομαι κάτι σαν αληθινό 2. δεν αποδέχομαι κάτι που μου προσφέρεται 3. (αμτβ.) δεν συγκατατίθεμαι, δεν συμφωνώ 4. διακόπτω σχέσεις, αποκηρύσσω 5. αποκρούω, απορρίπτω 6. περιφρονώ, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ενευδοκώ — ἐνευδοκῶ, έω (AM) [ευδοκώ] 1. αποδέχομαι ευχαρίστως κάτι, ευαρεστούμαι, συγκατατίθεμαι 2. συμφωνώ με κάποιον ή με κάτι … Dictionary of Greek